- ευτυχής
- I
Όνομα αγίων της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας.1. Υπήρξε μαθητής του Ιωάννη του Θεολόγου. Η μνήμη του τιμάται στις 24 Αυγούστου.2. Επίσκοπος Μελιτινής. Η μνήμη του τιμάται στις 28 Μαΐου.II(Κωνσταντινούπολη 378 – 454; μ.Χ.). Ιδρυτής της αίρεσης του μονοφυσιτισμού. Αρχιμανδρίτης και ηγούμενος σε μονή της Κωνσταντινούπολης, συνεργάτης του Κύριλλου της Αλεξάνδρειας στον αγώνα του εναντίον του Νεστόριου, κατέληξε στον άκρατο μονοφυσιτισμό του οποίου έγινε αρχηγέτης. Δίδασκε ότι μετά την ενανθρώπηση, στον Χριστό δεν υπήρχαν πια και οι δύο φύσεις (θεία και ανθρώπινη), οι οποίες υπήρχαν έως τότε, αλλά μόνο μία, η θεία, η οποία προήλθε από «σύγκρασιν» και «σύγχυσιν» των δύο φάσεων. Έτσι, δεχόταν ότι το σώμα του Χριστού ήταν ανθρώπινο αλλά όχι ομοούσιο με των άλλων ανθρώπων. Ο πατριάρχης Αντιοχείας Δόμνος κατήγγειλε τον Ε. στον αυτοκράτορα Θεοδόσιο B’ ως Απολλιναριστή και συγκλήθηκε σύνοδος στην Κωνσταντινούπολη με πρόεδρο τον Φλαβιανό (448) που καταδίκασε τον Ε. Ο αυτοκράτορας, όμως, συγκάλεσε άλλη σύνοδο (που ονομάστηκε ληστρική) στην Έφεσο (449), με πρόεδρο τον υποστηρικτή του Ε. Διόσκουρο της Αλεξάνδρειας, η οποία τον αθώωσε. Μετά τον θάνατο του Θεοδόσιου B’, οι διάδοχοί του, Μαρκιανός και Πουλχερία, συγκάλεσαν νέα σύνοδο στη Χαλκηδόνα, την Δ’ Οικουμενική (451), η οποία καταδίκασε, εξόρισε και αναθεμάτισε τον Ε. μαζί με τον Νεστόριο.Aπό τη διδασκαλία του Ε. προέκυψαν δύο τάσεις: μία άκρατη, η οποία εξέλιπε με τον καιρό, και μία μετριοπαθής, που βρίσκεται πλησιέστερα στη διατύπωση του Κύριλλου της Αλεξάνδρειας. Ο μετριοπαθής μονοφυσιτισμός διασώθηκε μέχρι σήμερα σε Εκκλησίες της Ανατολής και της Αφρικής. Πολλοί είναι οι μονοφυσίτες στην Αίγυπτο και στην Αιθιοπία.* * *-ές και εύτυχος, -η, -ο (ΑΜ εὐτυχής, -ές, Μ και εὔτυχος, -η, -ο)αυτός που έχει ή φέρνει καλή τύχη, αυτός που ευνοείται από την τύχη, ο ευτυχισμένος, ο καλότυχος (α. «ευτυχές το νέο έτος» β. «πῶς δ' οὐκ ἐγὼ χαίροιμ' ἃν ἀνδρὸς εὐτυχῆ κλύουσα πρᾱξιν τήνδε, πανδίκῳ φρενί;», Σοφ.)νεοελλ.1. (για πρόσ.) ικανοποιημένος, ευχαριστημένος από κάποιο γεγονός («είμαι ευτυχής που σέ γνώρισα»)2. (για ενέργεια) επιτυχημένος, σωστός («είχε την ευτυχή έμπνευση να...)νεοελλ.-μσν.αυτός που συνεπάγεται ευτυχία, ο τυχερός, ο γούρικοςμσν.1. (για τον αυτοκράτορα) καλότυχος2. (για ομιλητή) εύστοχος3. ευχάριστος4. το αρσ. ως ουσ. ὁ εὐτυχήςο άρχοντας, ο προύχονταςαρχ.το ουδ. ως ουσ. τὸ εὐτυχέςη ευτυχία.επίρρ...ευτυχώς (ΑΜ εὐτυχῶς)1. με καλή τύχη, με ευτυχία2. με επιτυχία.[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + -τυχης (< τύχη / τυχείν), πρβλ. α-τυχής, δυσ-τυχής].
Dictionary of Greek. 2013.